τιμοκρατικος

τιμοκρατικος
    τιμοκρατικός
    τῑμοκρᾰτικός
    3
    тимократический
    

(πολιτεία Plat., Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "τιμοκρατικος" в других словарях:

  • τιμοκρατικός — τῑμοκρατικός , τιμοκρατικός of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμοκρατικός — ή, ό / τιμοκρκατικός, ή, όν, ΝΑ [τιμοκρατία] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην τιμοκρατία 2. φρ. «τιμοκρατικό πολίτευμα [ή σύστημα]» και «τιμοκρατική πολιτεία» η τιμοκρατία …   Dictionary of Greek

  • τιμοκρατικός — ή, ό αυτός που σχετίζεται με την τιμοκρατία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τιμοκρατικόν — τῑμοκρατικόν , τιμοκρατικός of masc acc sg τῑμοκρατικόν , τιμοκρατικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμοκρατικοί — τῑμοκρατικοί , τιμοκρατικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμοκρατικοῦ — τῑμοκρατικοῦ , τιμοκρατικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμοκρατικῇ — τῑμοκρατικῇ , τιμοκρατικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμοκρατική — τῑμοκρατική , τιμοκρατικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμοκρατικήν — τῑμοκρατικήν , τιμοκρατικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμοκρατικῷ — τῑμοκρατικῷ , τιμοκρατικός of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»